Ουάζ

Ουάζ
(Oise). Νομός της Γαλλίας (5861 τ. χλμ., 724 000 κάτ.). Ο νομός αποτελείται από δύο ιστορικές επαρχίες της χώρας, την Ιλ ντε Φρανς και την Πικαρδία. Το έδαφος του νομού είναι πεδινό με μικρούς μόνο λόφους έως 240 μ. Ο νομός οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο ποταμό, που έχει μήκος 280 χλμ. Ο ποταμός πηγάζει από τις Αρδένες του Βελγίου και είναι στο μεγαλύτερο μέρος πλωτός. Στην περιοχή του ποταμού και κατά μήκος των οχθών του διεξήχθη το 1918 πολύνεκρη μάχη. Ο νομός έχει ακμαία κτηνοτροφία και αξιόλογη γεωργία. Καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά, πατάτες και ζαχαρότευτλα. Η βιομηχανία του περιορίζεται στην παραγωγή ζάχαρης και στην κατασκευή οινοπνευματωδών ποτών. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Μπωβέ (52 365 κάτ.). Ο ναός του Μοριενβάλ στην Ουάζ. Νυχτερινή γιορτή στην Ουάζ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • Ιλ-ντε-Φρανς — (île de France). Διαμέρισμα (12.011 τ. χλμ., 10.952.011 κάτ. το 1999), ιστορική περιοχή και πρώην επαρχία της βορειοκεντρικής Γαλλίας. Είναι γνωστή και με την ονομασία Περιφέρεια Παρισιού (Région Parisienne). Καλύπτεται από λόφους, μικρές… …   Dictionary of Greek

  • Κομπιέν — (Compiegne). Πόλη (40.400 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, στον νομό Ουάζ. Είναι χτισμένη πάνω στον ποταμό Ουάζ, σε απόσταση 72 χλμ. από το Παρίσι. Αποτελεί έδρα βιομηχανιών (χημικά προϊόντα, μηχανήματα, τρόφιμα, υφαντουργία) και προσελκύει μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Πικαρδία — (Picardie). Ιστορική περιοχή της βόρειας Γαλλίας και παλιά επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Βρέχεται από τη Μάγχη στα Δ και ορίζεται από την Αρτουά και την Eνό στα Β, από την Ιλ ντε Φρανς στα Ν, από τη Νορμανδία στα ΝΔ και… …   Dictionary of Greek

  • Αρζαντέιγ — (Argenteuil). Πόλη (91.800 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Σηκουάνα και Ουάζ. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα και θεωρείται προάστιο του Παρισιού. Η Α. διαθέτει βιομηχανία παραγωγής αγροτικών μηχανών και κινητήρων… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • Γκρο, Αντουάν-Ζαν — (Antoine Jean Gros, Παρίσι 1771 – Μπα Μεντόν, Σεν ε Ουάζ 1835).Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής από το 1785 του Ζακ Λουί Νταβίντ, μελετούσε συγχρόνως τη βενετική, τη φλαμανδική και την ολλανδική ζωγραφική στο κατάστημα του ονομαστού παλαιοπώλη Λεμπρέν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”